Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοσφάζομαι
1 εγγραφή
αλληλοσφάζομαι [alilosfázome] Ρ2.2β (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα ή για ομάδες που η μία σφάζει την άλλη: Στον εμφύλιο σπαραγμό αλληλοσφάζονται τα αδέρφια.

[λόγ. αλληλο- + σφάζομαι μτφρδ. γαλλ. s΄entré gorger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες