Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοσυγκρούομαι [alilosiŋgrúome] Ρ αόρ. αλληλοσυγκρούστηκα, απαρέμφ. αλληλοσυγκρουστεί (συνήθ. πληθ.) : για κτ. που έρχεται σε σύγκρουση, σε αντίθεση με κτ. άλλο: Aλληλοσυγκρουόμενες απόψεις / πληροφορίες. Συμφέροντα που αλληλοσυγκρούονται.
[λόγ. αλληλο- + συγκρούομαι]