Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοπαθής -ής -ές [alilopaθís] Ε10 : (γραμμ.) που δηλώνει αλληλοπάθεια: Aλληλοπαθείς αντωνυμίες, που φανερώνουν πως δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαία, π.χ. ο ένας τον άλλο / η μία την άλλη κτλ. Aλληλοπαθή ρήματα, που φανερώνουν μια όμοια ενέργεια δύο ή περισσότερων υποκειμένων, η οποία πηγαίνει από το ένα στο άλλο, π.χ. «Tα αδέρφια αγαπιούνται».
[λόγ. αλληλο(πάθεια) -παθής]