Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοπάθεια η [alilopáθia] Ο27 : (γραμμ.) κοινή ενέργεια δύο ή περισσότερων υποκειμένων, η οποία από το ένα από αυτά μεταβαίνει στο άλλο και αντίστροφα και η οποία εκφράζεται κυρίως με αλληλοπαθή ρήματα και αλληλοπαθείς αντωνυμίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀλληλοπάθεια `αμοιβαία αστρολογική επίδραση΄]