Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοεξοντώνομαι [aliloeksondónome] Ρ1β (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που το ένα εξοντώνει το άλλο: Στους πολέμους οι λαοί αλληλοεξοντώνονται.
[λόγ. αλληλοεξόντ(ωσις) -ώνομαι (αναδρ. σχημ.)]