Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλεξάρτηση η [alileksártisi] & αλληλοεξάρτηση η [aliloeksártisi] Ο33 : αμοιβαία εξάρτηση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων: H ~ γονιών και παιδιών. Yπάρχει μια ~ μεταξύ βιομηχανικής και γεωργικής ανάπτυξης.
[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + εξάρτη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. interdé pendance]



