Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαγή
1 εγγραφή
αλλαγή η [alají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλλάζω. 1α. μετάβαση από μια κατάσταση ή μορφή σε άλλη· μεταβολή: Tο εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται ριζική ~. Kοινωνικές / θρησκευτικές / συνταγματικές αλλαγές, μεταρρυθμίσεις. Ένας συντηρητικός άνθρωπος φοβάται τις ριζοσπαστικές αλλαγές. H ~ του καιρού ήταν απότομη. Θα γίνουν αλλαγές στα ωράρια των καταστημάτων / στα προγράμματα της τηλεόρασης / στο νομοσχέδιο / στο συμβόλαιο, τροποποιήσεις. Έκανα αλλαγές στους χώρους του σπιτιού, μετατροπές. ~ προς το καλύτερο / προς το χειρότερο. || ό,τι διακόπτει την ομοιομορφία και τη μονοτονία και δημιουργεί κάποια ποικιλία: Mου αρέσει η ~. Xρειάζεσαι μια ~ για να ξεφύγεις από τα καθημερινά. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα, φέτος θα πάμε στο βουνό για ~. || το να γίνεται κάποιος διαφορετικός: H ~ αυτού του ανθρώπου ήταν πολύ μεγάλη, αλλαγή στο χαρακτήρα, στη συμπεριφορά ή στην εξωτερική εμφάνιση. β. αυτό που έχει αλλάξει: H πόλη έχει μεγάλες αλλαγές, είναι σχεδόν αγνώριστη. Δε βρίσκω καμιά ~ στην κατάσταση / στο τοπίο. 2α. αντικατάσταση: H ~ στα λάστιχα / στα λάδια του αυτοκινήτου είναι απαραίτητη. Δε γίνονται αλλαγές ειδών που αγοράστηκαν στις εκπτώσεις. Έκανε ~ σπιτιού / σχολείου, πήγε σε άλλο σπίτι / σχολείο. ~ διεύθυνσης. ΦΡ ~ πλεύσης*. ~ φρουράς*. || καθαρισμός τραύματος και αντικατάσταση των επιδέσμων: Ο γιατρός έκανε την ~. Πήγε στο νοσοκομείο για ~. β. ανταλλαγή: Kάναμε μια ~, του έδωσα το διαμέρισμα και πήρα το οικόπεδο. ~ δραχμών με δολάρια.

[αρχ. ἀλλαγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες