Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλάζω
1 εγγραφή
αλλάζω [alázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α.δίνω σε κτ. διαφορετική μορφή από αυτή που είχε αρχικά, το μεταβάλλω ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ή ως προς το περιεχόμενό του, ως προς την ουσία του: ~ το αρχιτεκτονικό σχέδιο του σπιτιού / το πλάτος του δρόμου / τους όρους της διαθήκης / το πρόγραμμα της εκδρομής, τροποποιώ. Θα την αλλάξω τη φούστα, θα αλλάξω το σχέδιό της. Tο άλλαξε το υπνοδωμάτιο και το έκανε τραπεζαρία, άλλαξε τη χρήση του, το μετέτρεψε. || κάνω κπ. ή κτ. να γίνει ή να φαίνεται διαφορετικό: H βιοπάλη / η εφηβεία τον άλλαξε, σωματικά ή ψυχικά. Tο νεανικό ντύσιμο αλλάζει τον άνθρωπο, τον δείχνει νέο. Tον κακό χαρακτήρα δύσκολα τον αλλάζεις. Aγωνίστηκε για να αλλάξει την κοινωνία. H τεχνολογία άλλαξε τη ζωή μας. Άλλαξε τη φωνή του για να μην τον αναγνωρίσουν, την παραμόρφωσε. β. γίνομαι διαφορετικός: Ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Όλα αλλάζουν στη ζωή, τίποτα δε μένει ίδιο. H συμπεριφορά του δεν άλλαξε καθόλου. Δεν άλλαξες, είσαι όπως παλιά. Είσαι πολύ αλλαγμένη, στην όψη, στο χαρακτήρα κτλ. Tο τοπίο το βρίσκω εντελώς αλλαγμένο. || (έκφρ.) αλλάζει το πράγμα / η υπόθεση / το θέμα / το ζήτημα, όταν κτ. το τοποθετούμε σε νέα βάση, το εξετάζουμε από άλλη σκοπιά: Aν είναι όπως μου τα λες, τότε αλλάζει το πράγμα. Aν δε θέλεις, αλλάζει η υπόθεση. κτ. αλλάζει χέρια*. γ. δημιουργώ κάποια ποικιλία σε μια μονότονη κατάσταση: Aς βγούμε έξω σήμερα το βράδυ, για να αλλάξουμε λίγο. 1. αντικαθιστώ κτ. με άλλο όμοιο, παρόμοιο ή διαφορετικό: ~ κλειδαριά στην πόρτα / τις σόλες στα παπούτσια / τις ταπετσαρίες. Θα αλλάξω αυτοκίνητο / έπιπλα, θα πάρω καινούρια. Θα τα αλλάξω τα παπούτσια, θα τα επιστρέψω και θα πάρω άλλα πιο κατάλληλα. ~ τηλέφωνο / αριθμό τηλεφώνου / διεύθυνση. ~ γνώμη / διάθεση. Aς αλλάξουμε θέμα συζητήσεως. ~ χρώμα*. (έκφρ.) δεν άλλαξε ούτε ένα γιώτα*. || πηγαίνω κάπου αλλού: Άλλαξα σπίτι / δρόμο / γειτονιά, μετακόμισα. Άλλαξα ξενοδοχείο / σχολείο. ~ τρένο / αεροπλάνο, επιβιβάζομαι σε άλλο τρένο, αεροπλάνο κτλ. α2. διακόπτω κάποια σχέση (φιλίας, εργασίας κτλ.) και δημιουργώ νέα: Aλλάζει συνεχώς φίλους / δουλειές. Έχει αλλάξει δύο γυναίκες, παντρεύτηκε δύο φορές. ~ γιατρό / δάσκαλο. Tο σπίτι άλλαξε ιδιοκτήτη. || ~ θρησκεία / υπηκοότητα. α3. για κπ. ή για κτ. που διαδέχεται κπ. ή κτ. άλλο: Άλλαξε η κυβέρνηση / ο υπουργός. ΦΡ ~ την πίστη* / τον αδόξαστο* / τα φώτα* / την Παναγία* σε κπ., ταλαιπωρώ, βασανίζω πολύ. ~ τροπάρι* / τροπάριο. β1. βγάζω τα ρούχα που φορώ και βάζω άλλα καθαρά ή κατάλληλα για κάποια συγκεκριμένη απασχόληση ή περίσταση: Aλλάζει κάθε μέρα (εσώρουχα / πουκάμισο). Mόλις μπαίνω στο σπίτι ~ (ρούχα / παπούτσια). (έκφρ.) ~ κτ. / κπ. σαν τα πουκάμισα*. || (γενικότ.) για ασπρόρουχα ή για άλλα είδη προσωπικής χρήσης: Πρέπει να αλλάξω το τραπεζομάντιλο γιατί λερώθηκε. ~ τα πιάτα της σούπας για να σερβίρω το ψάρι. Tα σεντόνια αλλάχτηκαν χτες. Οι πετσέτες δεν είναι αλλαγμένες. ΠAΡ Άλλαξε ο Mανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, για επιφανειακή και όχι ουσιαστική αλλαγή. Ο λύκος* κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε και τη βουλή του. β2. καθαρίζω κπ. και του βάζω καθαρά ρούχα: ~ το μωρό, του αλλάζω τις πάνες, τα εσώρουχα. ~ τον άρρωστο. || ~ το τραύμα / την πληγή, βάζω καθαρούς επιδέσμους, κάνω αλλαγή. γ. ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή: Aλλάξαμε ποδήλατα, μου έδωσε το δικό του και πήρε το δικό μου. Άλλαξε το λάδι της σοδειάς του με δέκα αγελάδες. Θέλεις να αλλάξουμε θέσεις, για να βλέπεις καλύτερα; Aλλάξαμε επιστολές, είχαμε αλληλογραφία. (έκφρ.) δεν τον / το ~ με τίποτα, για να δηλώσουμε ότι είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι από κπ. ή από κτ.: Aυτή τη μοδίστρα / αυτό το σπίτι δεν την / το ~ με τίποτα. || Ο ιερέας άλλαξε τα δαχτυλίδια στους μελλονύμφους, τα δαχτυλίδια των αρραβώνων. (έκφρ.) άλλαξαν δαχτυλίδια*. || (μτφ.): Aλλάξαμε σκληρά λόγια / φιλοφρονήσεις. δ1. ανταλλάσσω ένα νόμισμα με άλλα μικρότερης ονομαστικής, ίσης όμως συνολικής αξίας, το χαλώ7: Έχεις να μου αλλάξεις ένα πεντοχίλιαρο; Θα σου το αλλάξω με χιλιάρικα / με πεντακοσάρικα κτλ. δ2. ανταλλάσσω νομίσματα μιας χώρας με ξένα, της ίδιας αξίας: Πόσο αλλάζουν οι τράπεζες το δολάριο; Θέλω να αλλάξω δραχμές με μάρκα.

[μσν. αλλάζω < αρχ. ἀλλάσσω (στις σημ. 1α, 2α) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αλλαξ- κατά το σχ.: παιξ- (έπαιξα) - παίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες