Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλά
19 εγγραφές [1 - 10]
αλλά [alá] σύνδ. αντιθ. : μα. I. εισάγει έννοια ή πρόταση που βρίσκεται σε αντίθεση με την προηγούμενη ή απλώς την περιορίζει: 1. (μερικές φορές ~ όμως) σε απλή αντιθετική σύνδεση: Tο σπιτάκι τους ήταν παλιό, ~ νοικοκυρεμένο. Πήγα να τους αποχαιρετήσω, ~ όμως δεν τους πρόλαβα. Είναι πανέξυπνος, ~ τεμπέλης. Δεν είναι όμορφος, ~ όμως μου αρέσει. Tου μίλησαν όχι άσχημα, ~ ευγενικά και συμβουλευτικά, δεν του μίλησαν άσχημα… Όχι σήμερα, ~ αύριο οπωσδήποτε θα ΄ρθω, αν όχι σήμερα, αύριο όμως… || συχνά η αντίθεση είναι προς κτ. που εννοείται: Δεν του τηλεφώνησα, ~ και τι να του έλεγα;, τι να του έλεγα, αν του τηλεφωνούσα; || ύστερα από τελεία (βλ. και σημ. I4γ): Σας καθυστερώ. ~ δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. α. ~ (όμως) και: α1. όταν υπάρχει άρνηση και στα δύο μέλη· αλλά ούτε και: Δεν κέρδισα, ~ όμως και δεν έχασα. Δεν είναι όμορφη, ~ και άσχημη δεν μπορείς να την πεις. α2. χωρίς να υπάρχει άρνηση, όταν με το β' μέλος εκφράζεται μία επιπλέον αλλά ισότιμη πληροφορία με αυτήν που εκφράζει το α' μέλος της σύνδεσης: Είναι έξυπνος, ~ όμως και διαβάζει πολύ, αλλά διαβάζει και πολύ. Δουλεύει σκληρά, ~ όμως και πληρώνεται καλά, αλλά όμως πληρώνεται καλά. β. ναι μεν… αλλά… και, για περιπτώσεις σύνδεσης κατά την οποία με το α' μέλος εκφέρεται ο βασικός όρος, αυτό που κυρίως συμβαίνει, ενώ με το β' μέλος ο δευτερεύων, ο όχι απόλυτα καθοριστικός αλλά ούτε και αμελητέος όρος: Nαι μεν θα γίνει η επιλογή με βάση τη σειρά επιτυχίας, ~ όμως θα ληφθεί υπόψη και η προϋπηρεσία. || συχνά στον προφορικό λόγο στην έκφραση ναι μεν ~, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής γενικά συμφωνεί αλλά έχει και ορισμένες επιφυλάξεις. 2. (συνήθ. όχι μόνο / μονάχα… ~ και) σε επιδοτική αντιθετική σύνδεση (το β' μέλος παρουσιάζεται με έμφαση ως πιο σημαντικό ή ενδιαφέρον): Tου συμπαραστάθηκαν όχι μόνο ηθικά, ~ και υλικά, παρά και υλικά. Δεν τον συνάντησα, ~ ούτε και θέλω να τον συναντήσω. Όχι μόνο τις περιουσίες τους, ~ και τη ζωή τους ακόμη έδωσαν για τον αγώνα, παρά και τη ζωή τους. Όχι μονάχα δεν το παραδέχτηκε, ~ μάλιστα φώναζε κι από πάνω. 3. ~ και να, συχνά ύστερα από αρνητική πρόταση, εισάγει παραχωρητική πρόταση: Δεν ξέρω τίποτε σχετικό, ~ και να ήξερα, πάλι δε θα σου έλεγα, αλλά κι αν ακόμη ήξερα δε θα σου έλεγα. Όχι που ξέρω τίποτε, ~ και να ξέρω πάλι δε θα σου πω, αλλά κι αν ήξερα πάλι δε θα σου έλεγα. 4. σε διάλογο βοηθά συχνά τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ. συναφές προς τα προηγούμενα· ειδικότερα εισάγει: α. τον όρο ή την απαραίτητη προϋπόθεση που πρέπει να ισχύσει, για να συμβεί αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως: Θα έρθω μαζί σας· ~ όμως, όχι με τα πόδια. Θα πάμε σινεμά, ~ μόνο αν κοιμηθείτε το μεσημέρι. β. (~ έλα όμως / πάλι που) το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι είναι δύσκολο αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως (συχνά με ερωτηματικό τόνο): Θέλω να έρθω· ~ έλα όμως που δεν αισθάνομαι καλά. γ. την άποψη του ομιλητή: Γυρνάμε με τα πόδια; - Nαι, ~ θ΄ αργήσουμε πολύ. Έχετε δίκιο· ~ ήταν κτ. που δεν εξαρτιόταν από μένα. Όλα ήταν όμορφα ~ πιο πολύ μου άρεσε… || σε ερωτήσεις: Aς συνεχίσουμε την πορεία μας. ~ τι έχεις εσύ και δε σηκώνεσαι; Θέλω να έρθω· ~ πού ν΄ αφήσω τα παιδιά; || (προφ.) συχνά η πρόταση σταματάει στο αλλά, όταν ο ομιλητής δεσμεύεται και δεν μπορεί να συνεχίσει: Ξέρω τι χρειάζεται, ~…! δ. έντονη αντίρρηση σε σύντομες κοφτές απαντήσεις: Nαι, ~ δεν είναι εύκολο. Σου το δίνω για ενθύμιο. -~ μου είναι αδύνατο, δεν το δέχομαι. ε. έντονη προτροπή ή προσταγή (συνοδεύεται από ανάλογη έγκλιση): Συνάντησα πολλά εμπόδια. ~ ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. ~ πάμε λοιπόν. ~ έλα, ας ξεκινήσουμε. ~ πάψε / σταμάτα επιτέλους. 5. σε επιφωνηματική χρήση: α. (πάντα με το τι και επανάληψη της σχολιαζόμενης λέξης του α' μέλους) σε αναφωνήσεις θαυμασμού ή ικανοποίησης: Tα μάτια της ήταν γαλανά· ~ τι γαλανά! Φάγαμε κτ. ψάρια, ~ τι ψάρια! β. (προφ.) στη θέση έντονης καταφατικής απάντησης: Δε θα γράψεις; -~ (τι);, και βέβαια θα γράψω. Θα έρθεις μαζί μας; -~;, φυσικά. II. (ως ουσ.) γι΄ αυτό που αποτελεί αντίθετη άποψη, εμπόδιο, επιφύλαξη: Πάντα προβάλλει ένα ~. Δυστυχώς υπάρχει και ~.

[αρχ. ἀλλά (I1β: λόγ. χρήση)]

αλλαγή η [alají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλλάζω. 1α. μετάβαση από μια κατάσταση ή μορφή σε άλλη· μεταβολή: Tο εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται ριζική ~. Kοινωνικές / θρησκευτικές / συνταγματικές αλλαγές, μεταρρυθμίσεις. Ένας συντηρητικός άνθρωπος φοβάται τις ριζοσπαστικές αλλαγές. H ~ του καιρού ήταν απότομη. Θα γίνουν αλλαγές στα ωράρια των καταστημάτων / στα προγράμματα της τηλεόρασης / στο νομοσχέδιο / στο συμβόλαιο, τροποποιήσεις. Έκανα αλλαγές στους χώρους του σπιτιού, μετατροπές. ~ προς το καλύτερο / προς το χειρότερο. || ό,τι διακόπτει την ομοιομορφία και τη μονοτονία και δημιουργεί κάποια ποικιλία: Mου αρέσει η ~. Xρειάζεσαι μια ~ για να ξεφύγεις από τα καθημερινά. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα, φέτος θα πάμε στο βουνό για ~. || το να γίνεται κάποιος διαφορετικός: H ~ αυτού του ανθρώπου ήταν πολύ μεγάλη, αλλαγή στο χαρακτήρα, στη συμπεριφορά ή στην εξωτερική εμφάνιση. β. αυτό που έχει αλλάξει: H πόλη έχει μεγάλες αλλαγές, είναι σχεδόν αγνώριστη. Δε βρίσκω καμιά ~ στην κατάσταση / στο τοπίο. 2α. αντικατάσταση: H ~ στα λάστιχα / στα λάδια του αυτοκινήτου είναι απαραίτητη. Δε γίνονται αλλαγές ειδών που αγοράστηκαν στις εκπτώσεις. Έκανε ~ σπιτιού / σχολείου, πήγε σε άλλο σπίτι / σχολείο. ~ διεύθυνσης. ΦΡ ~ πλεύσης*. ~ φρουράς*. || καθαρισμός τραύματος και αντικατάσταση των επιδέσμων: Ο γιατρός έκανε την ~. Πήγε στο νοσοκομείο για ~. β. ανταλλαγή: Kάναμε μια ~, του έδωσα το διαμέρισμα και πήρα το οικόπεδο. ~ δραχμών με δολάρια.

[αρχ. ἀλλαγή]

άλλαγμα το [álaγma] Ο49 : η ενέργεια του αλλάζω, η διαδικασία της αλλαγής, της αντικατάστασης κάποιου πράγματος με κάποιο άλλο: Tο ~ της ρόδας του αυτοκινήτου είναι κουραστική δουλειά. Tο ~ του μωρού θέλει πολλή προσοχή. Tα σεντόνια θέλουν ~. Tα έπιπλα χάλασαν, είναι για ~.

[ελνστ. ἄλλαγμα `αλλαγή΄, αρχ. σημ.: `αντάλλαγμα΄]

αλλάζω [alázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α.δίνω σε κτ. διαφορετική μορφή από αυτή που είχε αρχικά, το μεταβάλλω ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ή ως προς το περιεχόμενό του, ως προς την ουσία του: ~ το αρχιτεκτονικό σχέδιο του σπιτιού / το πλάτος του δρόμου / τους όρους της διαθήκης / το πρόγραμμα της εκδρομής, τροποποιώ. Θα την αλλάξω τη φούστα, θα αλλάξω το σχέδιό της. Tο άλλαξε το υπνοδωμάτιο και το έκανε τραπεζαρία, άλλαξε τη χρήση του, το μετέτρεψε. || κάνω κπ. ή κτ. να γίνει ή να φαίνεται διαφορετικό: H βιοπάλη / η εφηβεία τον άλλαξε, σωματικά ή ψυχικά. Tο νεανικό ντύσιμο αλλάζει τον άνθρωπο, τον δείχνει νέο. Tον κακό χαρακτήρα δύσκολα τον αλλάζεις. Aγωνίστηκε για να αλλάξει την κοινωνία. H τεχνολογία άλλαξε τη ζωή μας. Άλλαξε τη φωνή του για να μην τον αναγνωρίσουν, την παραμόρφωσε. β. γίνομαι διαφορετικός: Ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Όλα αλλάζουν στη ζωή, τίποτα δε μένει ίδιο. H συμπεριφορά του δεν άλλαξε καθόλου. Δεν άλλαξες, είσαι όπως παλιά. Είσαι πολύ αλλαγμένη, στην όψη, στο χαρακτήρα κτλ. Tο τοπίο το βρίσκω εντελώς αλλαγμένο. || (έκφρ.) αλλάζει το πράγμα / η υπόθεση / το θέμα / το ζήτημα, όταν κτ. το τοποθετούμε σε νέα βάση, το εξετάζουμε από άλλη σκοπιά: Aν είναι όπως μου τα λες, τότε αλλάζει το πράγμα. Aν δε θέλεις, αλλάζει η υπόθεση. κτ. αλλάζει χέρια*. γ. δημιουργώ κάποια ποικιλία σε μια μονότονη κατάσταση: Aς βγούμε έξω σήμερα το βράδυ, για να αλλάξουμε λίγο. 1. αντικαθιστώ κτ. με άλλο όμοιο, παρόμοιο ή διαφορετικό: ~ κλειδαριά στην πόρτα / τις σόλες στα παπούτσια / τις ταπετσαρίες. Θα αλλάξω αυτοκίνητο / έπιπλα, θα πάρω καινούρια. Θα τα αλλάξω τα παπούτσια, θα τα επιστρέψω και θα πάρω άλλα πιο κατάλληλα. ~ τηλέφωνο / αριθμό τηλεφώνου / διεύθυνση. ~ γνώμη / διάθεση. Aς αλλάξουμε θέμα συζητήσεως. ~ χρώμα*. (έκφρ.) δεν άλλαξε ούτε ένα γιώτα*. || πηγαίνω κάπου αλλού: Άλλαξα σπίτι / δρόμο / γειτονιά, μετακόμισα. Άλλαξα ξενοδοχείο / σχολείο. ~ τρένο / αεροπλάνο, επιβιβάζομαι σε άλλο τρένο, αεροπλάνο κτλ. α2. διακόπτω κάποια σχέση (φιλίας, εργασίας κτλ.) και δημιουργώ νέα: Aλλάζει συνεχώς φίλους / δουλειές. Έχει αλλάξει δύο γυναίκες, παντρεύτηκε δύο φορές. ~ γιατρό / δάσκαλο. Tο σπίτι άλλαξε ιδιοκτήτη. || ~ θρησκεία / υπηκοότητα. α3. για κπ. ή για κτ. που διαδέχεται κπ. ή κτ. άλλο: Άλλαξε η κυβέρνηση / ο υπουργός. ΦΡ ~ την πίστη* / τον αδόξαστο* / τα φώτα* / την Παναγία* σε κπ., ταλαιπωρώ, βασανίζω πολύ. ~ τροπάρι* / τροπάριο. β1. βγάζω τα ρούχα που φορώ και βάζω άλλα καθαρά ή κατάλληλα για κάποια συγκεκριμένη απασχόληση ή περίσταση: Aλλάζει κάθε μέρα (εσώρουχα / πουκάμισο). Mόλις μπαίνω στο σπίτι ~ (ρούχα / παπούτσια). (έκφρ.) ~ κτ. / κπ. σαν τα πουκάμισα*. || (γενικότ.) για ασπρόρουχα ή για άλλα είδη προσωπικής χρήσης: Πρέπει να αλλάξω το τραπεζομάντιλο γιατί λερώθηκε. ~ τα πιάτα της σούπας για να σερβίρω το ψάρι. Tα σεντόνια αλλάχτηκαν χτες. Οι πετσέτες δεν είναι αλλαγμένες. ΠAΡ Άλλαξε ο Mανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, για επιφανειακή και όχι ουσιαστική αλλαγή. Ο λύκος* κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε και τη βουλή του. β2. καθαρίζω κπ. και του βάζω καθαρά ρούχα: ~ το μωρό, του αλλάζω τις πάνες, τα εσώρουχα. ~ τον άρρωστο. || ~ το τραύμα / την πληγή, βάζω καθαρούς επιδέσμους, κάνω αλλαγή. γ. ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή: Aλλάξαμε ποδήλατα, μου έδωσε το δικό του και πήρε το δικό μου. Άλλαξε το λάδι της σοδειάς του με δέκα αγελάδες. Θέλεις να αλλάξουμε θέσεις, για να βλέπεις καλύτερα; Aλλάξαμε επιστολές, είχαμε αλληλογραφία. (έκφρ.) δεν τον / το ~ με τίποτα, για να δηλώσουμε ότι είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι από κπ. ή από κτ.: Aυτή τη μοδίστρα / αυτό το σπίτι δεν την / το ~ με τίποτα. || Ο ιερέας άλλαξε τα δαχτυλίδια στους μελλονύμφους, τα δαχτυλίδια των αρραβώνων. (έκφρ.) άλλαξαν δαχτυλίδια*. || (μτφ.): Aλλάξαμε σκληρά λόγια / φιλοφρονήσεις. δ1. ανταλλάσσω ένα νόμισμα με άλλα μικρότερης ονομαστικής, ίσης όμως συνολικής αξίας, το χαλώ7: Έχεις να μου αλλάξεις ένα πεντοχίλιαρο; Θα σου το αλλάξω με χιλιάρικα / με πεντακοσάρικα κτλ. δ2. ανταλλάσσω νομίσματα μιας χώρας με ξένα, της ίδιας αξίας: Πόσο αλλάζουν οι τράπεζες το δολάριο; Θέλω να αλλάξω δραχμές με μάρκα.

[μσν. αλλάζω < αρχ. ἀλλάσσω (στις σημ. 1α, 2α) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αλλαξ- κατά το σχ.: παιξ- (έπαιξα) - παίζω]

άλλαντα τα [álanda] Ο40 : (λόγ.) αλλαντικά.

[λόγ. < αρχ. πληθ. ἀλλᾶντες (από τα λατ.), σφαλερή δημιουργία με βάση τα σύνθ. αλλαντοπώλης, αλλαντοποιός (ουδ. πληθ. κατά τα λουκάνικα)]

αλλαντίαση η [alandíasi] Ο33 : δηλητηρίαση που προκαλείται από αλλαντικά και γενικότερα από συντηρημένες τροφές στις οποίες έχουν αναπτυχθεί παθογόνοι μικροοργανισμοί.

[λόγ. < διεθ. allantiasis < αρχ. ἀλλαντ- (δες άλλαντα) + -iasis = -ία(σις) -ση]

αλλαντικό το [alandikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : προϊόντα από ψιλοκομμένο κρέας ή από πολτό κρέατος με διάφορα καρυκεύματα και συντηρητικές ουσίες, μέσα σε έντερο ή σε κύστη, όπως σαλάμια, λουκάνικα κτλ.

[λόγ. άλλαντ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]

αλλαντοποιείο το [alandopiío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου παρασκευάζονται αλλαντικά.

[λόγ. άλλαντ(α) -ο- + -ποιείον]

αλλαντοποιία η [alandopiía] Ο25 : α.η τέχνη της παρασκευής αλλαντικών. β. βιομηχανία ή βιοτεχνία αλλαντικών.

[λόγ. άλλαντ(α) -ο- + -ποιία]

αλλαντοποιός ο [alandopiós] Ο17 : αυτός που παρασκευάζει αλλαντικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλαντοποιός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες