Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλισβερίσι το [alizverísi] & αλισιβερίσι το [alisiverísi] Ο44 : (λαϊκότρ.) εμπορική συναλλαγή: Είχε αλισβερίσια με τις αγορές της Aνατολής. || (επέκτ., οικ.) κάθε μορφή συναλλαγής ή σχέσης: Δε θέλω να έχω αλισβερίσια μ΄ αυτόν / με την αστυνομία, νταραβέρια. Δε μ΄ αρέσει αυτό το ~ που αρχίσαμε με δαύτον.
[τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]