Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλισάχνη η [alisáxni] Ο30 : λεπτό στρώμα από αλάτι που επικάθεται σε διάφορες επιφάνειες, όπως π.χ. στις κοιλότητες των βράχων που είναι κοντά στη θάλασσα, στα πλεούμενα, στα σώματα των κολυμβητών κτλ.
[μσν. αλισάχνη (μαρτυρείται στη σημ.: `αλάτι από αλατωρυχείο΄) < αρχ. ἁλοσάχνη (μαρτυρείται στη σημ.: `αφρός της θάλασσας (ένα ζωόφυτο)΄) ( [o > i] ;)]



