Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αληθοφάνεια
1 εγγραφή
αληθοφάνεια η [aliθofánia] Ο27 : η ιδιότητα του αληθοφανούς, εκείνου που φαίνεται αληθινός: H υπόθεση αυτή παρά την αληθοφάνειά της δεν είναι εύκολο να αποδειχτεί. Δεν έχουν ~ οι δικαιολογίες του.

[λόγ. αληθοφαν(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. vraisemblance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες