Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αληθεύω
1 εγγραφή
αληθεύω [aliθévo] Ρ5.2α (στο γ' πρόσ.) : για κτ. που συμφωνεί με την αλήθεια, με την πραγματικότητα: Οι φήμες δεν αληθεύουν. Aληθεύει η είδηση ότι θα γίνουν αυξήσεις στα καύσιμα; || (απρόσ.): Aληθεύει ότι θα παραιτηθεί η κυβέρνηση;

[λόγ. < αρχ. ἀληθεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες