Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αληθής -ής -ές [aliθís] Ε10 : (λόγ.) αληθινός, πραγματικός: ~ κρίση / πρόταση, που αληθεύει. ANT ψευδής. ~ κίνηση των ουράνιων σωμάτων. || (ως ουσ.) το αληθές, η αλήθεια1: Εξακρίβωσα το αληθές των πληροφοριών. Δεν είναι αληθές ότι η εταιρεία θα κηρύξει πτώχευση. (λόγ. έκφρ.) διά του λόγου το αληθές, προς επιβεβαίωση των όσων έχω πει. (απαρχ. γνωμ.) γλώσσα λανθάνουσα* τα αληθή λέγει.
αληθώς ΕΠIΡΡ αληθινά, πραγματικά, κυρίως στην εκκλησιαστική έκφραση ~ ανέστη (ο Kύριος), απάντηση στον αναστάσιμο χαιρετισμό «Xριστός ανέστη». [λόγ. < αρχ. ἀληθής, ἀληθῶς]