Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξι
8 εγγραφές [1 - 8]
αλεξι- [aleksi] & αλεξί- [aleksí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα στα οποία δηλώνει ότι αποτρέπεται, εμποδίζεται η καταστρεπτική ή ανεπιθύμητη δράση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κέραυνο, αλεξίπτωτο· αλεξίσφαιρος, αλεξίπυρος.

[λόγ. < αρχ. ἀλεξ- θ. του ρ. ἀλέξω `απομακρύνω κίνδυνο΄ -ι- ως α' συνθ.: αρχ. ἀλεξί-κακος `που κρατάει μακριά το κα κό΄, μτφρδ. του γαλλ. para-: αλεξί-πτωτον < γαλλ. parachute]

αλεξία η [aleksía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να αναγνωρίσει ή να χρησιμοποιήσει τα σημεία της γραφής ή να αρθρώσει τις λέξεις που σχηματίζονται από αυτά· λεκτική τύφλωση.

[λόγ. < γαλλ. alexie < a- = α- 1 + αρχ. λέξ(ις) -ie = -ία]

αλεξικέραυνο το [aleksikéravno] Ο41 : 1.συσκευή που προστατεύει οικήματα, πλοία ή άλλες εγκαταστάσεις από τον κεραυνό και που αποτελείται από έναν μεταλλικό ιστό, τοποθετημένο στο υψηλότερο σημείο του κτιρίου ή της περιοχής, και από ένα σύστημα γείωσης: Tο ~ τραβά τους κεραυνούς. 2. (μτφ.) για κπ. στον οποίο πέφτει όλο το βάρος και οι συνέπειες μιας δυσάρεστης κατάστασης: Tον χρησιμοποίησαν και πάλι ως ~ για να εκτονωθεί η ένταση.

[λόγ. αλεξι- + κεραυν(ός) -ον μτφρδ. γαλλ. paratonnerre]

αλεξικός -ή -ό [aleksikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με την αλεξία ή για κπ. που παρουσιάζει αλεξία: Ειδική αγωγή για αλεξικά παιδιά.

[λόγ. αλεξ(ία) -ικός]

αλεξιπτωτισμός ο [aleksiptotizmós] Ο17 : το άθλημα της πτώσης από μεγάλο ύψος με αλεξίπτωτο.

[λόγ. αλεξίπτωτ(ον) -ισμός μτφρδ. γαλλ. para chutisme]

αλεξιπτωτιστής ο [aleksiptotistís] Ο7 θηλ. αλεξιπτωτίστρια [aleksiptotí stria] Ο27 : 1.αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο, συνήθ. οπλισμένος στρατιώτης που πέφτει από αεροπλάνο, για να καταλάβει εχθρικές θέσεις ή για άλλους στρατιωτικούς σκοπούς. 2. (μτφ.) ειρωνικά και μειωτικά, για άτομο που, χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα ή την πείρα, εμφανίζεται ξαφνικά σαν ουρανοκατέβατος και παίρνει κάποια θέση, παραγκωνίζοντας άλλους καταλληλότερους: Έπεσε σαν ~ κι έγινε διευθυντής. Διάφοροι αλεξιπτωτιστές που παριστάνουν τους δημοσιογράφους.

[λόγ. αλεξίπτωτ(ον) -ιστής μτφρδ. γαλλ. parachutiste· λόγ. αλεξιπτωτισ(τής) -τρια]

αλεξίπτωτο το [aleksíptoto] Ο42 : συσκευή κατασκευασμένη από λωρίδες λεπτού υφάσματος, που όταν ανοίγει παίρνει το σχήμα ομπρέλας και επιβραδύνει την πτώση ανθρώπων ή αντικειμένων που έχουν προσδεθεί σε αυτή, εξασφαλίζοντας την ομαλή προσγείωσή τους: Οι στρατιώτες έπεσαν με ~. Έριξαν πολεμοφόδια με αλεξίπτωτα. || παρόμοια συσκευή για την επιβράδυνση αεροσκαφών που τροχοδρομούν ή αγωνιστικών αυτοκινήτων.

[λόγ. αλεξι- + ουδ. του ελνστ. πτωτός `που μπορεί να πέσει΄ (π.χ. ελνστ. ἀδιάπτωτος `που δεν πέφτει΄) μτφρδ. γαλλ. parachute]

αλεξίσφαιρος -η -ο [aleksísferos] Ε5 : για υλικό ή για κατασκευή που δεν το διαπερνούν οι σφαίρες: Aλεξίσφαιρα κρύσταλλα. Aλεξίσφαιρο αυτοκίνητο / γιλέκο.

[λόγ. αλεξι- + σφαίρ(α) -ος μτφρδ. γαλλ. pare-balles]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες