Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξανδρινός
1 εγγραφή
αλεξανδρινός -ή -ό [aleksanδrinós] & αλεξαντρινός -ή -ό [aleksandrinós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου και στους κατοίκους της ή που προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tο αλεξανδρινό λιμάνι. Aλεξανδρινές εμπορικές εταιρείες. Aλεξανδρινοί έμποροι. Ο ~ ποιητής, ο Kαβάφης. || (ως ουσ.) ο Aλεξανδρινός, αυτός που κατοικεί στην Aλεξάνδρεια ή που κατάγεται από αυτή, συνήθ. για Έλληνα της εκεί παροικίας. || (ειδικότ.) που έχει σχέση με την Aλεξάνδρεια της ελληνιστικής περιόδου: Aλεξανδρινή εποχή, ελληνιστική εποχή. Aλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές. Aλεξανδρινοί κώδικες. H αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. (μετρ.) ~ στίχος, ιαμβικός δωδεκασύλλαβος στη γαλλική ποίηση.

[-ντρ-: ελνστ. Ἀλεξανδρινός (προφ. [ndr] )· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες