Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεξανδρινισμός ο [aleksanδrinizmós] Ο17 : μίμηση των πνευματικών προτύπων της αλεξανδρινής εποχής. || (επέκτ.) δουλική μίμηση.
[λόγ. < γαλλ. alexandrinisme < alexandrin = αλεξανδριν(ός) -isme = -ισμός]