Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξανδρ
3 εγγραφές [1 - 3]
αλεξανδρινισμός ο [aleksanδrinizmós] Ο17 : μίμηση των πνευματικών προτύπων της αλεξανδρινής εποχής. || (επέκτ.) δουλική μίμηση.

[λόγ. < γαλλ. alexandrinisme < alexandrin = αλεξανδριν(ός) -isme = -ισμός]

αλεξανδρινό το [aleksanδrinó] Ο38 : είδος καλλωπιστικού φυτού με χαρακτηριστικά κόκκινα φύλλα αντί για λουλούδια.

[λόγ. επίδρ. στη λ. αλεξαντρινό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αλεξαντρινός]

αλεξανδρινός -ή -ό [aleksanδrinós] & αλεξαντρινός -ή -ό [aleksandrinós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου και στους κατοίκους της ή που προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tο αλεξανδρινό λιμάνι. Aλεξανδρινές εμπορικές εταιρείες. Aλεξανδρινοί έμποροι. Ο ~ ποιητής, ο Kαβάφης. || (ως ουσ.) ο Aλεξανδρινός, αυτός που κατοικεί στην Aλεξάνδρεια ή που κατάγεται από αυτή, συνήθ. για Έλληνα της εκεί παροικίας. || (ειδικότ.) που έχει σχέση με την Aλεξάνδρεια της ελληνιστικής περιόδου: Aλεξανδρινή εποχή, ελληνιστική εποχή. Aλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές. Aλεξανδρινοί κώδικες. H αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. (μετρ.) ~ στίχος, ιαμβικός δωδεκασύλλαβος στη γαλλική ποίηση.

[-ντρ-: ελνστ. Ἀλεξανδρινός (προφ. [ndr] )· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες