Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλγερίνικος -η -ο [aljerínikos] Ε5 : (οικ.) αλγερινός: Aλγερίνικο καράβι.
[Aλγερίν(ος λόγ. επίδρ. στο Aλτζερίνος < ιταλ. algerino -ς) -ικος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Aλγερίν(ος λόγ. επίδρ. στο Aλτζερίνος < ιταλ. algerino -ς) -ικος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |