Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφρός
1 εγγραφή
αλαφρός -ιά -ό [alafrós] Ε2 & αλαφρύς -ιά -ύ [alafrís] Ε7 : (λαϊκότρ.) ελαφρός.

[μσν. αλαφρός, *αλαφρύς < ελαφρός, ελαφρύς με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες