Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφιάζω
1 εγγραφή
αλαφιάζω [alafxázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. αλαφιασμένος* : 1α.προκαλώ σε κπ. ξαφνικό και δυνατό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζω, τρομάζω: Tο ξαφνικό ούρλιασμα της σειρήνας μάς αλάφιαζε την ψυχή. β. κυριεύομαι από ξαφνικό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Ένα κακό όνειρο τον έκανε ν΄ αλαφιάσει. 2. (παθ.) ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Tα τσοπανόσκυλα αλαφιαστήκανε κι άρχισαν να γαβγίζουν. Mια κραυγή τον έκανε ν΄ αλαφιαστεί.

[αλάφ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες