Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατερός
1 εγγραφή
αλατερός -ή -ό [alaterós] Ε1 : που έχει (πολύ) αλάτι: Δεν κάνει να τρως αλατερά φαγητά.

[μσν. *αλατερός (πρβ. μσν. αλατερόν `αλατιέρα΄) < αλάτ(ι) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες