Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλατερός -ή -ό [alaterós] Ε1 : που έχει (πολύ) αλάτι: Δεν κάνει να τρως αλατερά φαγητά.
[μσν. *αλατερός (πρβ. μσν. αλατερόν `αλατιέρα΄) < αλάτ(ι) -ερός]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. *αλατερός (πρβ. μσν. αλατερόν `αλατιέρα΄) < αλάτ(ι) -ερός]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |