Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλανιάρης ο [alanáris] Ο11 θηλ. αλανιάρα [alanára] Ο25α & αλανιάρισσα [alanárisa] Ο27α : αλάνης: Δε θέλουμε αλανιάρηδες στη γειτονιά μας. Οι γιοι του, ερημοσπίτες κι αλανιάρηδες, ούτε που νοιάζονταν για τον πατέρα τους. || (ως επίθ.): Aλανιάρα γυναίκα.
[αλάν(ι) -ιάρης· αλανιάρ(ης) -α, -ισσα]