Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαμπρατσέτα [alambratséta] επίρρ. : από το μπράτσο· αγκαζέ: Πήρε τη μνηστή του ~. Περπατούν πιασμένοι ~.
[ιταλ. a braccetto με αντικατάσταση a > alla > αλα- και τροπή σε θηλ. κατά τα άλλα ιταλ. που αρχίζουν με alla, π.χ. αλατούρκα]