Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαμπρατσέτα
1 εγγραφή
αλαμπρατσέτα [alambratséta] επίρρ. : από το μπράτσο· αγκαζέ: Πήρε τη μνηστή του ~. Περπατούν πιασμένοι ~.

[ιταλ. a braccetto με αντικατάσταση a > alla > αλα- και τροπή σε θηλ. κατά τα άλλα ιταλ. που αρχίζουν με alla, π.χ. αλατούρκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες