Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαγκαρσόν
1 εγγραφή
αλαγκαρσόν [alagarsón] επίρρ. : για γυναικεία μαλλιά που είναι πολύ κοντά κουρεμένα.

[λόγ. < γαλλ. à la garçon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες