Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλέγκρο
2 εγγραφές [1 - 2]
αλέγκρο το [alégro] Ο (άκλ.) : (μουσ.) ρυθμός ζωηρός, εύθυμος και γρήγορος. || μουσική σύνθεση σε ρυθμό αλέγκρο.

[λόγ.(;) < ιταλ. allegro]

αλέγρος -α -ο [aléγros] & αλέγκρος -α -ο [alégros] Ε4 : (οικ.) χαρούμενος, πρόσχαρος: Είναι πολύ ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Aλέγρα μουσική. Aλέγρα χρώματα. Tο σπίτι του είναι πολύ αλέγρο. αλέγρα & αλέγκρα ΕΠIΡΡ: Σφύριζε ~ ένα τραγούδι.

[βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες