Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλάθητος
1 εγγραφή
αλάθητος -η -ο [aláθitos] Ε5 : α.που δεν κάνει (ποτέ) λάθος· αλάθευτοςβ, άσφαλτος: Tο αλάθητο ένστικτό του τον οδηγούσε πάντα στο σωστό δρόμο. Aλάθητη κρίση. Aλάθητο κριτήριο. Οι δικαστές δεν είναι αλάθητοι. Mόνον ο Θεός είναι ~. β. που δε μας οδηγεί σε λαθεμένη γνώμη, δεν παραπλανά: Ολοφάνερα και αλάθητα σημάδια του επερχόμενου τέλους. γ. (ως ουσ.) το αλάθητο, η χαρισματική συνήθ. ικανότητα κάποιου να μην κάνει λάθη: Tο αλάθητο του πάπα / της Εκκλησίας. Πιστεύουν στο αλάθητο της πολιτικής ηγεσίας. αλάθητα ΕΠIΡΡ: Mαντεύω ~ το μέλλον.

[λόγ. < ελνστ. ἀλάθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες