Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακύρωτος
1 εγγραφή
ακύρωτος -η -ο [akírotos] Ε5 : που δεν επικυρώθηκε· ανεπικύρωτος. ANT επικυρωμένος.

[λόγ. < αρχ. ἀκύρωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες