Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόρεστος
1 εγγραφή
ακόρεστος -η -ο [akórestos] Ε5 : I1.για το αίσθημα της πείνας ή της δίψας που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κορεστεί, να ικανοποιηθεί. 2. (μτφ.) για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη πολύ έντονη, που δεν μπορεί να την ικανοποιήσει κανείς με κανέναν τρόπο: ~ πόθος. Aκόρεστο πάθος. Aκόρεστες επιθυμίες. Ο άνθρωπος έχει μια ακόρεστη δίψα για γνώση. || ~ άνθρωπος, με ακόρεστα πάθη. II. (χημ.) που δεν έχει φτάσει στο όριο της περιεκτικότητάς του. ANT κεκορεσμένος: Aκόρεστη ένωση, που δεν περιέχει τον αριθμό ατόμων υδρογόνου που απαιτείται, για να φτάσει στο όριο του κορεσμού. Aκόρεστη διάλυση, που δεν περιέχει όλη την ποσότητα στερεάς ύλης που μπορεί να συγκρατήσει. Aκόρεστα λίπη. ακόρεστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: Ι: αρχ. ἀκόρεστος· ΙΙ: σημδ. γαλλ. insaturé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες