Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόντιο
1 εγγραφή
ακόντιο το [akóndio] Ο42 : 1α.ξύλινο κοντάρι με σιδερένια αιχμή, ένα είδος μικρού δόρατος, που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα ως επιθετικό όπλο. β. (αθλ.) είδος ακοντίου που αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος, από μία μεταλλική αιχμή και από μία λαβή στο μέσο του στελέχους: Ρίχνω το ~. || ακοντισμός: Πρωταθλητής στο ~. 2. μικρό ξύλινο κοντάρι που χρησιμοποιείται ως τοπογραφικό όργανο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀκόντιον· 2: σημδ. γαλλ. piquet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες