Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακόνι το [akóni] Ο44 : εργαλείο κατάλληλο για τρόχισμα. || είδος σκληρής πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του παραπάνω εργαλείου: Tροχίζω ένα μαχαίρι / ψαλίδι στο ~.
[μσν. ακόνι(ν) < ακόνιον υποκορ. του αρχ. ἀκόνη ἡ]
- ακονίζω [akonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω την κόψη ή την αιχμή ενός μεταλλικού οργάνου πιο κοφτερή· τροχίζω1: ~ το μαχαίρι / το ξυράφι / το ψαλίδι. Tα σπαθιά είναι ακονισμένα και ως ΦΡ για να δηλώσουμε την ορμή και την επιθετικότητα. || σε ΦΡ για να δηλώσουμε την εντατική προετοιμασία που απαιτείται για να αντιμετωπίσουμε επιθετικά κπ.: ~ τη γλώσσα μου / τα δόντια μου / τα νύχια μου. ακονίζουν τα μαχαίρια. 2. (μτφ.) ασκώ μια πνευματική ικανότητα: Παιχνίδια / ασκήσεις που ακονίζουν το μυαλό / την παρατηρητικότητα / την κρίση. Aκονισμένο μυαλό, για πολύ έξυπνο άνθρωπο.
[μσν. ακονίζω < αρχ. ἀκον(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ακονησ-]
- ακόνισμα το [akónizma] Ο49 : η ενέργεια του ακονίζω. 1. Tο μαχαίρι θέλει ~, τρόχισμα. 2. (μτφ.) άσκηση πνευματικής ικανότητας: Tο ~ του μυαλού.
[ακονισ- (ακονίζω) -μα]
- ακονιστήρι το [akonistíri] Ο44 : όργανο που χρησιμοποιείται για ακόνισμα· (πρβ. τροχός).
[ακονισ- (ακονίζω) -τήρι]
- ακονιστής ο [akonistís] Ο7 : τεχνίτης που έχει ως επάγγελμα το ακόνισμα διάφορων οργάνων· τροχιστής: Ο πλανόδιος ~ διαλαλούσε «Ο ~, μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω».
[ακονισ- (ακονίζω) -τής (πρβ. ελνστ. ἀκονητής (ίδ. σημ.)]
- ακονιστικός -ή -ό [akonistikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για ακόνισμα: ~ τροχός, ακονιστήρι. Aκονιστική μηχανή. ~ σχιστόλιθος.
[ακονισ- (ακονίζω) -τικός]
- ακόνιστος -η -ο [akónistos] Ε5 : που δεν τον ακόνισαν, που δεν είναι ακονισμένος· ατρόχιστος.
[< μσν. ακονιστός `ακονισμένος΄ (υποχωρ., δες στο α- 2) < ακονισ- (ακονίζω) -τός ή < *ανακόνιστος < αν- (δες α- 1) ακονισ- (ακονίζω) -τος με νέα ανάλ. ανα-κόνιστος και αντικατάσταση ανα- > α- 1]