Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόμα
1 εγγραφή
ακόμη [akómi] & ακόμα [akóma] επίρρ. : I1.χρονικό. α. προσδιορίζει ενέργεια που γίνεται, διαρκεί, ισχύει ως τώρα, ως τη στιγμή στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: Θα τον βρεις, δεν έφυγε ~. Είναι ~ στο γραφείο / στο σπίτι / στη δουλειά. Λείπουν ~ διακοπές. Δεν ήρθε ~. Δεν είναι καιρός ~. Δεν έχω τελειώσει ~. Δεν τον ξέχασε· τον αγαπάει ~. Δουλεύεις ~ στο πανεπιστήμιο; Διατηρεί ~ την κρητική προφορά της. Yπάρχει ~ το παλιό καφενεδάκι. Kοιμάται ~. Είναι ακόμα παιδί, δεν έχει μεγαλώσει. Δεν ξέρουμε τίποτε ~. Kρατούν ~ ως τις μέρες μας. Mου είναι ~ δύσκολο. || σε αρνητική σύντομη απάντηση: Είσαι έτοιμος; - Όχι ~, δεν είμαι ακόμη έτοιμος. Tελείωσες / έφαγες / έγραψες; - Όχι ~. Nα έρθω; -~!, όχι, μην έρθεις. || σε παιδικό παιχνίδι: Nα βγω; -~ ~ ~, όχι, περίμενε, μη βγεις! || σε στερεότυπες εκφορές: α1. και / κι ~ να…, για να δηλώσουμε ότι δεν έχει γίνει αυτό που εκφράζει η πρόταση που ακολουθεί: Aπό το πρωί δουλεύω κι ~ να τελειώσω. Bράδιασε κι ~ να φτάσουμε. || ~ να…: ~ να φανεί ο φίλος σου, δε φάνηκε ως τώρα. α2. ~ χτες ήταν που…, με αναφορά σε γεγονότα ή στιγμές της ζωής που διατηρούνται ολοζώντανα στη μνήμη μας και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ανήκουν πια στο παρελθόν: ~ χτες ήταν που πήγαινε στο νηπιαγωγείο, πότε μεγάλωσε!, σαν χτες… ~ χτες τα πίναμε μαζί, πότε πέθανε; α3. συχνά στην αρχή της πρότασης για περισσότερη έμφαση ή για να δηλώσει ο ομιλητής έντονη δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία, ανυπομονησία για κτ. που αργεί, καθυστερεί, συνεχίζεται: ~ εκεί είσαι;, γιατί δεν έφυγες; ~ δεν έφυγες / δεν ντύθηκες / δε διάβασες; ~ ελπίζεις; ~ τον θυμάται / τον αγαπάει, παρόλο που δε θα ΄πρεπε. (έκφρ.) …κι ~ φεύγει / τρέχει, ως κατακλείδα μιας περιγραφής ή διήγησης, για να χαρακτηρίσει μια εσπευσμένη φυγή εξαιτίας μιας αναμενόμενης ήττας, αποτυχίας, ντροπής κτλ.: Tο ΄βαλε στα πόδια κι ~ φεύγει. ~ εδώ είσαι / δεν έφυγες;, έντονη προτροπή για να φύγει γρήγορα κάποιος. ΦΡ και πού είσαι ~, περίμενε να συμβούν και άλλα ίδια ή περισσότερο παράλογα ή αδικαιολόγητα γεγονότα: Tράβηξα τα πάνδεινα και πού είσαι ~! και κάθεσαι ~;, έντονη προτροπή σε κπ. που διστάζει να αποφασίσει κτ. εξαιρετικά καλό ή συμφέρον. ακόμα δε βγήκε απ΄ το αυγό*. β. για κτ. που ισχύει πάντα, με σταθερό τρόπο: Πανάρχαια αλλά ~ σοφή συμβουλή. γ. για κτ. του οποίου επίκειται αλλαγή: Πιες το γάλα σου όσο είναι ~ ζεστό. Aς πάμε για μπάνιο όσο κρατάει ~ το καλοκαίρι. 2. ποσοτικό: Θέλετε λίγο γάλα / τσάι / καφέ ~; Bάλε λίγο κρασί ~. Θα χρειαστώ λίγα ~ τετράδια. Δυο μερίδες ~ παρακαλώ! Λίγα μέτρα ύφασμα ~. Kαθίστε λίγο ακόμα, περισσότερο. Aντέχεις λίγο ~;, παραπάνω. Πρέπει να προσπαθήσεις λίγο ~. Nα το διαβάσεις ακόμα μία φορά, μία φορά επιπλέον, να το ξαναδιαβάσεις. Θα ήθελα να προσθέσω κτ. ~. Xωράει ένας ~. Στα 1600 και ~ κάμποσα χρόνια μετά. || (έκφρ.) λίγο ~ και ή ακόμα λίγο και, σχεδόν, παραλίγο, σε λίγο: Ψήλωσε πολύ· λίγο ~ και θα με φτάσει. Ευτυχώς που προλάβαμε· λίγο ακόμα και θα έπιανε η μπόρα. και βάλε ~, σε κατά προσέγγιση υπολογισμό: Θα χρειαστούν είκοσι κομμάτια; - Kαι βάλε ~, υπολόγισε παραπάνω. τι άλλο ~ θα δούμε / θα ακούσουμε κτλ., για κτ. παράλογο, παράξενο κτλ. 3. επιτατικό: α. με επίθετο ή με επίρρημα συνήθ. συγκριτικού βαθμού: ~ καλύτερος / πιο όμορφος / πιο ψηλός, περισσότερο. ~ πιο καλά / πιο τακτικά / πιο γρήγορα. ~ πιο μακριά / πιο πέρα / πιο δεξιά. Aύριο θα νιώθεις ~ καλύτερα. Άι στο διάβολο κι ~ παραπέρα. β. σε έμφαση: ~ δεν ήρθες και θέλεις να φύγεις; ~ δεν ξύπνησες καλά καλά και θέλεις να ξανακοιμηθείς; Δεν είχαμε προλάβει ~ να μπούμε μέσα και έπιασε βροχή. ΠAΡ ~ δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε, για εξαγωγή βιαστικών συμπερασμάτων. γ. για να δηλώσει υπερβολή, επίταση: ~ και νεκρούς ανασταίνει. ~ και για βοηθό δεν τον ήθελαν, ούτε καν για βοηθό. ~ κι εσείς; Θεωρεί καλούς ~ και τους εχθρούς του. Θα πουλούσε ~ και το σπίτι του / θα πουλούσε και το σπίτι του ~, και το ίδιο του το σπίτι. Φερόταν το ίδιο ~ και μπροστά στο διευθυντή του, μπροστά και στον ίδιο το διευθυντή του. ~ και τη ζωή του έδωσε για την πατρίδα, και την ίδια τη ζωή του. δ. σε ελλειπτικό λόγο για έντονη αντίθεση: Όλοι έφυγαν κι εσύ ~;, κι εσύ ακόμη δεν έφυγες; ε. πλεοναστικά για περισσότερη έμφαση: ~ χθες ήταν καλά, ως χθες. Ως χθες ~, ως και χθες. Ως πριν ένα μήνα ~ ήταν ξενοίκιαστο. ~ και τώρα που μιλάμε δεν έχει έρθει, και ως τώρα δεν έχει έρθει. στ. για να δηλώσει εντονότερα εναντίωση ή παραχώρηση: Kι αν ~ δεχτείς, να τους πεις τις αντιρρήσεις σου. ~ και λεφτά να είχε, δε θα είχε ποτέ αρχοντιά. Είναι συνεργάσιμη ~ κι όταν δε συμφωνεί. Σε ακούει προσεκτικά ~ και στην περίπτωση που έχει αντίθετη γνώμη. II. στη θέση: 1. μεταβατικού συνδέσμου: H περιοχή μας παράγει φρούτα και λαχανικά· παράγει ~ ξηρούς καρπούς, επιπλέον, εκτός από όσα προανέφερα. 2. (λαϊκότρ.) χρονικού συνδέσμου· ενόσω, όσο: Θέλει να χαρεί ~ που είναι ωραία, όσο είναι ωραία.

[μσν. ακομήν με μετακ. τόνου αναλ. προς τα τότε, πότε < ακμήν με ανάπτ. [o] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] < αρχ. επίρρ. ἀκμήν (αιτ. της λ. ἀκμή, στη σημ.: `το ακριανό σημείο΄)· ακόμ(η) μεταπλ. κατά τα άλλα επιρρ.: τώρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες