Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακωδικοποίητος -η -ο [akoδikopíitos] Ε5 : που δεν κωδικοποιήθηκε, δεν καταγράφτηκε σε κώδικα: Aκωδικοποίητες διατάξεις.
[λόγ. α- 1 κωδικοποιη- (κωδικοποιώ) -τος μτφρδ. αγγλ.(;) uncodified]