Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακυρότητα η [akirótita] Ο28 : η κατάσταση του άκυρου· (πρβ. ακύρωση): H ~ του γάμου αίρεται, αν η συμβίωση παρατάθηκε ως τη νόμιμη ηλικία.
[λόγ. < ελνστ. ἀκυρότης, αιτ. -ητα]