Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακυβερνησία η [akivernisía] Ο25 : η έλλειψη (καλής) διακυβέρνησης: Mετά τη δολοφονία του Kαποδίστρια η χώρα βρέθηκε σε πλήρη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀκυβερνησία `έλλειψη καθοδήγησης΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. κυβέρνηση]