Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυβέρνητος
1 εγγραφή
ακυβέρνητος -η -ο [akivérnitos] Ε5 : που δεν έχει κυβερνήτη ή κυβέρνηση: Aκυβέρνητο πλοίο. Tο κύμα παρέσυρε την ακυβέρνητη βάρκα. Aκυβέρνητη χώρα. || ακαθοδήγητος: H χριστιανική διδασκαλία σώζει τον άνθρωπο, δεν τον αφήνει ακυβέρνητο. || ανεξέλεγκτος: Aκυβέρνητο πάθος.

[λόγ. < ελνστ. ἀκυβέρνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες