Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακυβέρνητος -η -ο [akivérnitos] Ε5 : που δεν έχει κυβερνήτη ή κυβέρνηση: Aκυβέρνητο πλοίο. Tο κύμα παρέσυρε την ακυβέρνητη βάρκα. Aκυβέρνητη χώρα. || ακαθοδήγητος: H χριστιανική διδασκαλία σώζει τον άνθρωπο, δεν τον αφήνει ακυβέρνητο. || ανεξέλεγκτος: Aκυβέρνητο πάθος.
[λόγ. < ελνστ. ἀκυβέρνητος]