Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοθεραπευτική
1 εγγραφή
ακτινοθεραπευτική η [aktinoθerapeftikí] Ο29 : (ιατρ.) κλάδος της ακτινολογίας ειδικευμένος στη χρήση ακτινοβολιών και ιδιαίτερα ακτίνων Ραίντγκεν (X) για θεραπευτικούς σκοπούς.

[λόγ. ακτινο- + θεραπευτική μτφρδ. γαλλ. radiothérapie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες