Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακτινοθεραπεία η [aktinoθerapía] Ο25 : (ιατρ.) η χρήση ακτινοβολιών και ιδιαίτερα ακτίνων Ραίντγκεν (X) για θεραπευτικούς σκοπούς: H ~ εφαρμόζεται αποτελεσματικά σε πολλές περιπτώσεις δερματοπαθειών.
[λόγ. ακτινο- + -θεραπεία μτφρδ. γαλλ. radiothérapie]