Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακτινογραφία η [aktinoγrafía] Ο25 : (ιατρ.) 1. η φωτογράφιση του εσωτερικού ενός (ανθρώπινου) σώματος για διαγνωστικούς σκοπούς και η εικόνα που παίρνουμε πάνω σε ειδική πλάκα: Ο γιατρός μού ζήτησε να κάνω / να βγάλω μια ~ θώρακος. H ~ έδειξε ένα μικρό κάταγμα στο πόδι / στο χέρι. Είναι κάποιος σαν ~, πολύ αδύνατος. 2. (μτφ.) ανάλυση σε βάθος: Mια ~ της κοινωνίας.
[λόγ. ακτινο- + -γραφία μτφρδ. γαλλ. radio graphie (-graphie = -γραφία) (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀκτινογραφίη, τίτλος συγγράμματος για τις ακτίνες του φωτός)]