Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινογράφηση
1 εγγραφή
ακτινογράφηση η [aktinoγráfisi] Ο33 : (ιατρ.) η ενέργεια του ακτινογραφώ, η φωτογράφιση του εσωτερικού του (ανθρώπινου) σώματος με ακτίνες Ραίντγκεν (X) για διαγνωστικούς λόγους· ακτινογραφία.

[λόγ. ακτινογραφη- (ακτινογραφώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. radiographie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες