Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοβολώ
1 εγγραφή
ακτινοβολώ [aktinovoló] -ούμαι στη σημ. 1β Ρ10.9 : 1.(για υλικό σώμα) α. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες· φωτοβολώ, λάμπω. β. εκπέμπω ακτίνες ή ακτινοβολία: Aκτινοβολεί θερμότητα. 2. (μτφ.) α. έχω έκφραση χαράς, ευτυχίας κτλ.· λάμπει το πρόσωπό μου, λάμπω από χαρά, ικανοποίηση κτλ.: ~ χαρά / αγαλλίαση. ~ από αγαθότητα. Tο καθετί στην ποίησή του ακτινοβολούσε από τη ζέστα της ζωής. β. έχω αίγλη, προκαλώ την προσοχή, το ενδιαφέρον, το θαυμασμό των γύρω μου: Tο νεοκλασικό κίνημα είχε πια πάψει να ακτινοβολεί.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀκτινοβολῶ· 1: κατά τη σημ. της λ. ακτινοβολία1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες