Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοβολία
1 εγγραφή
ακτινοβολία η [aktinovolía] Ο25 : 1.το φαινόμενο της εκπομπής ακτίνων από ένα σώμα: ~ φωτός / θερμότητας. ~ ραδίου. Ραδιενεργός ~. Πυρηνική / θερμική / φωτεινή / ηλεκτρομαγνητική ~. Tο μήκος κύματος / οι πηγές / οι νόμοι της ακτινοβολίας. Δέχομαι ~. Yποβάλλομαι σε ~ για θεραπευτικούς σκοπούς. 2. (μτφ.) λάμψη, ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον, πρόκληση θαυμασμού, προσοχής κτλ. των γύρω: H ~ της επιστήμης / της αρετής / της τέχνης / των ιδεών. Πνευματική / πολιτική / προσωπική ~. Παγκόσμια ~. Πλατιά ~.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀκτινοβολία· 1: σημδ. γαλλ. radiation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες