Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακτινενέργεια η [aktinenérjia] Ο27 : (φυσ.) η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων (των ακτινενεργών) να ακτινοβολούν ενέργεια· ραδιενέργεια.
[λόγ. ακτιν(ο)- + ενέργεια μτφρδ. γαλλ. radio-activité]