Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτίνιο
2 εγγραφές [1 - 2]
ακτίνιο 1 το [aktínio] Ο40 : (μαθημ.) μονάδα μέτρησης μιας γωνίας.

[λόγ. ακτιν- (δες ακτίνα2) -ιον μτφρδ. αγγλ. radian]

ακτίνιο 2 το (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ραδιενεργό χημικό στοιχείο.

[λόγ. < νλατ. actinium < αρχ. ἀκτιν- (δες ακτίνα) -ium = -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες