Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτίνα
1 εγγραφή
ακτίνα η [aktína] Ο26 : 1.κάθε νοητή ή πραγματική ευθεία γραμμή που ξεκινά από ένα κέντρο με κατεύθυνση προς οποιοδήποτε σημείο γύρω από αυτό: ~ δράσης, η μέγιστη απόσταση που μπορεί να καλύψει ένα αεροσκάφος χωρίς ανεφοδιασμό, και μτφ. ο τομέας δραστηριότητας κάποιου. 2. (μαθημ.) το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει το κέντρο κύκλου (ή σφαίρας) με οποιοδήποτε σημείο της περιφέρειάς του (ή της επιφάνειάς της): H ~ του κύκλου ισούται με το μισό της διαμέτρου του. 3. καθεμία από τις ίδιου μήκους ράβδους, που συνδέουν τον άξονα ενός τροχού με τη στεφάνη του: Οι ακτίνες (της ρόδας) του ποδηλάτου. 4α. γραμ μή φωτός που εκπέμπεται από φωτοβόλο σώμα: Mια ~ φωτός. Δέσμη φωτεινών ακτίνων. Οι ακτίνες του ήλιου. β. η ευθεία πάνω στην οποία διαδίδεται οποιαδήποτε ακτινοβολία φωτός, θερμότητας κτλ. || (επέκτ.) η ίδια η ακτινοβολία: Yπεριώδεις / υπέρυθρες ακτίνες. Aκτίνες X / α / β / γ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκτῖνα < αρχ. ἀκτίς, αιτ. -ῖνα (2, 4β: σημδ. γαλλ. rayon)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες