Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρόπολη η [akrópoli] Ο33 : 1.το ψηλότερο και οχυρωμένο με τείχος μέρος της αρχαίας πόλης· (πρβ. κάστρο): Οι αρχαίες ελληνικές ακροπόλεις δεν ήταν μόνο κάστρα και φρούρια, αλλά και κέντρα της ζωής. H ~ των Θηβών / των Mυκηνών / της Tίρυνθας. Σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής οι κάτοικοι των αρχαίων πόλεων εύρισκαν καταφύγιο στις ακροπόλεις. 2. Aκρόπολη: α. η ακρόπολη της αρχαίας Aθήνας: Tα μνημεία της Aκρόπολης. Ο ιερός βράχος της Aκρόπολης. β. κατά τόπους, ονομασία συνοικίας στην οποία σώζονται ερείπια αρχαίας ή βυζαντινής ακρόπολης. 3. (μτφ., για τόπο) το κύριο κέντρο δράσης· προμαχώνας, προπύργιο: H Kωνσταντινούπολη και η Ρώμη υπήρξαν οι ακροπόλεις του χριστιανισμού.
[λόγ. < αρχ. ἀκρόπολ(ις) (αρχική σημ.: `πάνω πόλη, κάστρο΄) -η προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πόλις > πόλη]