Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρόαση η [akróasi] Ο33 : η ενέργεια του ακροάζομαι ή του ακούω. α. η υποδοχή ενός προσώπου με κάποια αιτήματα από κπ. που κατέχει μια (υψηλή) θέση, ύστερα από αίτηση και σε προκαθορισμένο χρόνο: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχτηκε σε ~ τους εκπροσώπους των μηχανικών. Zητώ ~ από ένα πρόσωπο που έχει μια υψηλή θέση. ΦΡ ούτε φωνή ούτε ~, γι΄ αυτόν που δε δίνει καμιά σημασία, απάντηση σε ένα αίτημα, παράκληση κτλ., ή γι΄ αυτόν από τον οποίο δεν έχουμε καμιά είδηση, πληροφορία. β. (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη μελέτη των φυσιολογι κών και παθολογικών ήχων που παράγονται στη θωρακική κοιλότητα, στην κοιλιά ή σε άλλα σημεία του σώματος.
[λόγ. < αρχ. ἀκρόα(σις) `προσεκτικό άκουσμα, διάλεξη΄ -ση, σημδ.: α: γαλλ. audience· β: γαλλ. auscu lation]