Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτηρίαση
1 εγγραφή
ακρωτηρίαση η [akrotiríasi] Ο33 : ακρωτηριασμός.

[λόγ. < αρχ. ἀκρωτηρία(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες