Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτήριο
1 εγγραφή
ακρωτήριο το [akrotírio] Ο40 : 1.(γεωγρ.) άκρη ξηράς που εισχωρεί βαθιά μέσα στη θάλασσα· ακρωτήρι, κάβος: Tο ~ του Σουνίου / της Kαλής Ελπίδας. 2. (αρχιτ.) κόσμημα που βρίσκεται πάνω από τις τρεις γωνίες αετώματος.

[λόγ. < αρχ. ἀκρωτήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες