Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροποδητί
1 εγγραφή
ακροποδητί [akropoδití] επίρρ. : (λόγ.) ακροπατώντας, πατώντας στις άκρες των ποδιών.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροποδητί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες